- κονδυλίζω
- κονδυλίζω (ΑM) [κόνδυλος]μσν.σκοντάφτωαρχ.1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακονδυλίζω — (Α) 1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ 2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)] … Dictionary of Greek
κονδυλισμός — κονδυλισμός, ὁ (Α) [κονδυλίζω] γρονθοκόπημα, κακοποίηση, χτύπημα με την πυγμή … Dictionary of Greek
κονδυλιστής — κονδυλιστής, ὁ (Μ) [κονδυλίζω] ίππος που πληγώνει, που τραυματίζει τις οπλές του στον στάβλο … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… … Dictionary of Greek
ԿՌՓԵՄ — (եցի.) NBH 1 1129 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ն. κολαφίζω, κονδυλίζω, τύπτω πυγμαῖς colaphis caedo, pugnis caedo, vel percutio κολάζω punio եւն. Կռփօք հարկանել. կռուփս հանել. կռփահարել. բռնցի կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)